Η ΛΙΖ ΚΙ Ο ΤΟΝΤ. Μοναδικοί εν ζωή «απόφοιτοι» της ‘Γαλήνης’, ενός «ασύλου για ψυχικά διαταραγμένους». Στην πραγματικότητα, κάτω από τον υπότιτλο ‘Άσυλο για Ψυχικά Διαταραγμένους’, ο οποίος συνόδευε το ‘Γαλήνη’ (‘Γαλήνη’/Άσυλο για Ψυχικά Διαταραγμένους), κρύβονταν οξύτατες, ανίατες περιπτώσεις. Η ‘Γαλήνη’ χάσκει στη μέση τού πουθενά, όπως, σχετικά παραστατικά, έχει επικρατήσει να λέμε. Στην έρημο την αμερικανική. Σε κάποιο απομονωμένο ελληνικό νησάκι. Τι σημασία να έχει πια; Η ‘Γαλήνη’ γαληνεύει παντέρημη και παρακμάζουσα. Σοβάδες της ξεφτίζουν/ταβάνια στάζουν κάθε που βρέχει/τούβλα προβάλλουν σαν δόντια απειλητικά σε στόμα γριάς ξεδοντιάρας/παράθυρα και παραθυρόφυλλα βροντάνε, διαταράσσοντας την εκφυλιστική μακαριότητα. Κλειστή και σφαλισμένη από καιρό, η ‘Γαλήνη’ οδεύει γηράσκοντας προς το βάθος τού χρόνου.
Οι τρόφιμοί της έχουν αποχωρήσει από τα επίγεια. Όχι πως είχαν και σφιχτή σχέση με τα γήινα. Ο νους τους έκανε πανιά για άλλες διαστάσεις, ακατάληπτες από τους πολλούς. Πέρσι, με έναν ανακουφιστικό, τελικό επιθανάτιο ρόγχο, τερμάτισε ο Τζακ. Ο μόνος, μετά το ζεύγος Λιζ και Τοντ, εναπομείνας ασθενής. Ο Τζακ δεν αξιώθηκε να τα κατοστήσει, όπως του ευχόντουσαν στα παιδικά γενέθλια συγγενείς και φίλοι. Ενενηνταεννιά ετών και ενενήντα εννιά ημερών. Ταιριαστό φινάλε για τον Τζακ, ο οποίος είχε -όπως πειραχτικά έχασκαν οι θεράποντές του- «τη νόσο τού ενενηνταεννιά». «Όλα είναι ενενηνταεννιά!», βραχνοτσίριζε συνεχώς (μέχρι να φάει την ηρεμιστική ένεσή του, και να λουφάξει στη γωνία κουλουριασμένος).
Η Λιζ κι ο Τοντ, λες και έχουν συναίσθηση μιας βαριάς ευθύνης να συντηρούν ένα κτίριο-φάντασμα και να συνεχίζουν μια αόριστη παράδοση, κάθε Χριστούγεννα σκουπίζουν τη μεγάλη σάλα τής ‘Γαλήνης’. Ξεσκονίζουν τα λιγοστά έπιπλα, που δεν έχουν λεηλατηθεί. Έχουν φτιάξει μελομακάρονα. Πάντα δέκα. Όσοι και οι τρόφιμοι της τελευταίας φουρνιάς. Συμβολικά. Έτσι και φέτος. Η Λιζ, ο Τοντ και τα δέκα μελομακάρονα, ανήμερα στις 25 Δεκεμβρίου στην κεντρική σάλα τής ‘Γαλήνης’. Το τελετουργικό έχει στάνταρ ως εξής: Η Λιζ κι ο Τοντ θα σερβίρουν τις ξεχαρβαλωμένες πια, άδειες, πολυθρόνες. Ένα γλυκό απάνω σε κάθε πολυθρόνα. Τιμής ένεκεν. Η Λιζ λέει ότι οι ψυχές των νεκρών συντρόφιμων πεινάν, και ξαναγυρίζουν στα γνώριμα μέρη, τριγυρίζουν στις γιορτές στα γνώριμα μέρη, αναζητώντας τροφή, απόδοση τιμής και απόδειξη μνήμης. Δέκα πολυθρόνες με μελομακάρονα. Σε δύο από αυτές, αντικριστά και χαμογελαστά, κάθονται Λιζ και Τοντ. Ψέλνουν την ‘Άγια Νύχτα’. Και κριτσανίζουν, πιο πολύ πιπιλίζουν, χωρίς δόντια καθώς είναι, τα λιγωτικά μελομακάρονα. Πού και πού, ρίχνουν καμιά κλεφτή ματιά στις πολυθρόνες. Όχι μόνο δεν τρομάζουν, αλλά ικανοποιούνται με αυτό που βλέπουν. Εφτά μελομακάρονα, λιγοστεύουν κάτω από ήχους μασήματος, σιγά-σιγά. Ώσπου οι πολυθρόνες τους θα μείνουν αδειανές, μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα και πάλι. Ένα μελομακάρονο φεύγει μόνο του, σβουριχτό προς το πάτωμα με τα ασπρόμαυρα, μεγάλα πλακάκια. Ο Τοντ σαστίζει. Η Λιζ γελά. «Ο Τζακ, Τοντ. Δεν θυμάσαι που σιχαινόταν τα μελομακάρονα;».-
Γιάννης Γ. Σημαντήρας, Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011