Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

η σκρόφα



Είχα να τη δω δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια στρογγυλά. Δέκα χρόνια γεμάτα. Δεν μ’ αρέσει που θυμάμαι την τελευταία φορά που βρεθήκαμε, αλλά τη θυμάμαι. Και μάλιστα τη θυμάμαι έντονα. Στο σπίτι μου είχαμε βρεθεί τελευταία φορά. Μετά τον έρωτα, μου είχε πει κάτι σε στιλ «Είσαι μέγας γαμιάς, αλλά μην περιμένεις να σ’ αγαπήσω». Την είχα ξανακούσει τούτη την κουβέντα (κάμποσες φορές/σε διάφορες παραλλαγές) από τα χείλη της στα εφτά χρόνια που συναντιόμασταν ερωτικά. Και πάντα έτσουζε: βιτριόλι στην ψυχή μου. Εκείνη ήξερε πως εγώ την είχα ερωτευτεί. Έπρεπε και γω να ξέρω πως δεν είχαμε μέλλον, παρά μόνο στο κρεβάτι. Πουθενά αλλού. Μπεσαλού, λέμε. Να της βγάζεις το καπέλο για την ειλικρίνειά της.
Με πίκρα και στυφάδα στο στόμα, οργή και φουσκοθαλασσιά στο κεφάλι μου, αλλά φαινομενικά ατάραχος, της απάντησα: «Όμορφα και ωραία, παίρνεις τα ρούχα σου. Μαζεύεις τα πράγματά σου. Και φεύγεις, όσο πιο ήρεμα μπορείς. Χωρίς καμία σκηνή. Είμαστε ήδη παρελθόν. Ιστορία, που λέμε στα αγγλικά. Were history».
Moύ ’ριξε δυο ματιές-σουβλιές, κι ένιωσα το γινάτι της να συγκρούεται με το δικό μου γινάτι. Άρχισε να ντύνεται, έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της, και δεν την ξαναείδα. Για δέκα χρόνια.
Μέχρι προχτές που την πέτυχα στη στάση του λεωφορείου.
Όλα αυτά τα δέκα χρόνια, έτρεφα -φουλ τής αυταρέσκειας και της χαιρεκακίας- την ιδέα (την προσδοκία, τη βεβαιότητα) ότι ο καιρός και το πέρασμά του θα τη λυγίσει. Θα σπάσει, έλεγα μέσα μου. Περίμενα, αν ποτέ τεμνόντουσαν οι δρόμοι μας, να δω μια υπέρβαρη (ακόμα καλύτερα: παχύσαρκη) μεσηλικίνα, απεριποίητη, παραιτημένη, παρατημένη, συμβιβασμένη με την ήττα της, να έχει συνθηκολογήσει με το γήρας, με φαιδρά ρούχα, με άτσαλα μαλλιά, με γελοίο μακιγιάζ.
Αντ’ αυτού: έκπληκτος την είδα, ύστερα από δέκα χρόνια:
-          να χαμογελάει και να φωτίζεται το σύμπαν από τα ολόλευκα δόντια της (η σκατιάρα τα λεύκανε;)
-          να φοράει ένα απλό, μονόχρωμο φόρεμα, με κεντημένο ένα τριαντάφυλλο στο δεξί στήθος, που θαρρείς και είχε ραφτεί πάνω της (την έχω ικανή να το παράγγειλε σε μοδίστρα, ειδικά γι’ αυτήν)
-          να δείχνει νεότερη από ποτέ η σκύλα
-          και (το κυριότερο/χειρότερο) να ΜΗΝ έχει γίνει μπάζο πλαδαρό, αλλά να στέκει πιο αδύνατη από ποτέ στη στάση (περιμένοντας το λεωφορείο ή τον Γκοντό, ξέρω γω…).
Τη σκάναρα με τα μάτια μου, προσέχοντας μη με μυριστεί. Μ’ έτρωγε η ζήλεια. Εγώ φορούσα κάτι φόρμες παμπάλαιες και τρύπιες, πιτσιλισμένες με λαδομπογιά (από καιρό, δεν μου κούμπωναν τα παντελόνια μου), και ήμουν αξύριστος, αχτένιστος και ατημελώς ατημέλητος.
Έκανα μεταβολή, κι έφυγα. Δεν ήθελα να με δει έτσι. Η σκρόφα.


Γιάννης Γ. Σημαντήρας