O MONAΧΟΣ ΕΦΡΑΙΜ στριφογύριζε στη φτωχική ψευτοκλίνη του. Δεν του κολλούσε ύπνος! Δεν έλεγε να τον πάρει ο Μορφέας. ΠΧοιον; Αυτόν, που δεν προλάβαινε να φτάσει στο τέλος τού «Πάτερ ημών…», και ροχάλιζε μακάρια. Ήταν γαλήνιος άνθρωπος ο παπαΕφραίμης. Θόρυβο έκανε, μοναχά όταν κοιμόταν. Κι αυτόν πάλι λιγοστό. Δεν ροχάλιζε τόσο, όσο ξεφυσούσε απαλά. Ο κάματος της ημέρας στο μοναστήρι, όχι τίποτα σκοτούρες. Ο Εφραίμ είχε ταχτοποιημένα τα ιδεολογικά του, τα υπαρξιακά του και τα λοιπά του τα πιστεύω. Που δεν ήταν, δηλαδή, πολλά. Ήταν ένα. Το «Πιστεύω». Το ΣύμβολοτηςΠίστεως. Ο Εφραίμ πίστευε. Ή πίστευε ότι πίστευε. Πάντως, δεν πολυπετάριζε ο νους του δεξιά κι αριστερά, δεν έγερνε η σκέψη του από τη ρότα που είχε χαράξει από 27 χρονών, όταν ντύθηκε καλόγερος. Ήταν σίγουρος. Και, αφού ήταν σίγουρος, δεν χρειαζόταν να ανησυχεί. Από τη σιγουρΓιά του, πήγαζε η πραότητά του. Είχε προσαρμόσει (μέσα του, δεν το έλεγε σε κανέναν) τα τυπικά τής θρησκευτικής και λατρευτικής πρακτικής κατά το δοκούν, και όλα τσουλούσαν ήρεμα. Χωρίς εκπλήξεις. Αλλά με ηρεμία που οι κοζμικοί θα ζήλευαν. «Είχε προσαρμόσει τα τυπικά τής θρησκευτικής και λατρευτικής πρακτικής κατά το δοκούν» θα πει ότι δεν πολυσκοτιζότανε για Αγίους, Μυστήρια, Εντολές, Αναστάσεις και Αναλήψεις, αλλά έτρεφε τη βεβαιότητα ότι η χριστιανική διδαχή μόνο ωφέλιμη αποβαίνει για το σύμπαν. Αγάπη γι’ αυτόν σήμαινε να μην ενοχλείς κανέναν. Κι αν σιχαινόταν κάτι, αυτό ήταν να ενοχλεί και να ενοχλείται.
Τριάντα χρόνια από τότε που πρωτοκλείστηκε στο Μοναστήρι, γίνονται τούτη τη βραδΓιά. Ο Εφραίμ, 57άρης πια, αλλά ακμαίος και θαλερός (λες και δεν τον ενόχλησε μήτε ο χρόνος), συλλογιέται ότι υπηρέτησε τον Κύρη του με σύνεση, με συνέπεια, με προσήλωση, με αφοσίωση. Συλλογιέται και κάτι ακόμα, αλλά, αμέσως, την αποδΓιώχνει τη σκέψη του: ότι, αν ήταν υπάλληλος στο Δημόσιο, θα έβγαινε στη σύνταξη όπου να ’ναι. Όλες οι υπηρεσίες ευδοκίμως τερματίζονται. Κρυφογελάει μέσα από τα γένια του.
Υπόδειγμα ενάρετου ανθρώπου και εγκρατούς ανδρός ο Εφραίμ. Με τα υλικά αγαθά δεν είχε δεζμό. Του έφτανε ένα πΧιάτο φαΐ και δΓυο φρούτα. Είχε μάθει να αδΓιαφορεί για τις στύσεις του, και να γυρνάει την πλάτη στη φύση του και στα ορμένστιχτά του. Έτρεχε κάθε μέρα. Για γυμναστική. Γύρω-γύρω από τη Μονή. Πενήντα φορές. Άλλοι μοναχοί λέγαν προσευχές τόσες φορές. Ελόγου του, έτρεχε. Τα αθλητικά του, τα παπούτσΧια και οι μαύρες βαμβακερές φόρμες (με το σήμα τήζ Μονής ραμμένο στο αριστερό μανίκι), ήταν και το μόνο του βΓιος. Για τουζ γονείς του και τους συγγενείς του δεν ήξερε κανείς τίποτε. Παρά τη φαινομενική λόξα του, ο Εφραίμ ήταν αγαπητός στους υπόλοιπους μοναχούς. Γιατί μιλούσε μόνο όταν ήταν ανάγκη. Και ποτέ δεν ξεστόμιζε αερολογίες. Κι άμα του ζητούσε κάπΧοιος γνώμη, πάντα είχε κάτι εύστοχο να προτείνει. Συνήθως, μάλιστα, γραπτώς. Σου έλεγε: «Άσε με να σκεφτώ και θα σου απαντήσω». Και σε μερικές ώρες, είχε έτοιμο είχε ένα κείμενο-ανάλυση των δεδομένων, με προτεινόμενες λύσεις. Εμπεριστατωμένο. Μαθηματικά δομημένο. Οριζμένοι έλεγαν (ή έτσι αγαπούσαν να νομίζουν τελοσπάντων) πως επρόκειτο για μαθηματική δΓιάνοια, που έβγαλε αμερικανικό Πανεπιστήμιο με άριστα, αλλά ερωτεύτηκε μια σκύλα καθηγήτρια εκεί, ένα -μετά συγχωρήσεως- βρομοθήλυκο, Εγγλέζα, με τα διπλάσια και άνω χρόνια από αυτόν, που του έκανε τον βίο αβίωτο, με αποτέλεζμα να πάρει την απόφαση να μονάσει. Ω, λόγια… ΔΓιαδόσεις.
Κι αυτός ο ύπνος δεν λέει να τον πάρει σήμερα! Τι είναι τούτο; Πρωτόφαντο. Να τος. Σηκώθηκε όρθΧιος στην κάμαρή του τη στενή. Ανάβει κερί. Κρεμάει το ράσο του το χιλιομπαλωμένο. Φοράει τις φόρμες του. Βάζει τα Νike τα παπούτσΧια του τα σκιζμένα. Ακούγεται να λέει, κάπως έντονα για κάπΧοιον που τον ξέρει, κάτι για την κοινωνία, όχι τη Θεία Κοινωνία, αλλά την κοινωνία των ανθρώπων, κάτι σαν «…την κοινωνία μου μέσα!». Βήματα. Τροχάδην. Χαλαρό στην αρχή. Μετά πΧιο γοργό. Και πΧιο γοργό, και πΧιο γοργό. Ο παπαΕφραίμ έχει βγει από την αυλή τού ΜοναστηρΓιού. Έξω από το Μοναστήρι. Μόνο που, αυτήν τη φορά, κάνει τον κύκλο τήζ Μονής. Απομακρύνεται. Έναζ δρομέας μες στη νύχτα.
Γιάννης Γεωρ. Σημαντήρας
(προηχογραφημένη, μεταδόθηκε στον 95,8 τα μεσάνυχτα της Τρίτης27Μαΐου08)