Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

ασώματος


TO ΚΕΦΑΛΙ μου βρέθηκε σε ένα δάσος, όπου έτρεχα συνήθως. Το σώμα μου δεν βρέθηκε ποτέ. Το κεφάλι μου είχε παραμορφωθεί από τα δαγκώματα κάτι αντιπαθέστατων παλιόσκυλων, που όλο και με γάβγιζαν, όταν έτρεχα. Πήραν την εκδίκησή τους οι κόπροι. Ξεραμένα αίματα, τρύπες από τις δαγκωνιές, γδαρσίματα παντού, δόντια σπασμένα –πώς να μ’ αναγνωρίσουν; Συγγενείς δεν είχα, ορφανός μεγάλωσα. Γάμο δεν έκανα. Ερωμένες δεν είχα τον καιρό τού θανάτου μου. Ποιος να με αναζητήσει, ποιος για μένα να νοιαστεί ή να ανησυχήσει; Πρέπει να ήμουν μεγάλος μπελάς για τον διοικητή τού Τμήματος, όπου με παρέδωσαν (το σιχαμερό κεφάλι μου). Ήταν η στερνή μέρα του στη δουλειά. Έπαιρνε σύνταξη, και το τελευταίο που θα περίμενε, ήταν να έχει απέναντί του ένα χιλιοδαγκωμένο κρανίο. Είχε δει πολλά. Κι έτσι δεν σκιάχτηκε ο αστυνομικός. Μόνο ένα «τι το(ν) κάνουμε τώρα αυτό(ν);» μονολόγησε αναστενάζοντας. Να καλέσει εισαγγελέα; Το μόνο που ήθελε, ήταν να πάει σπίτι του να πλακωθεί στα ούζα, και να κοιμάται επί μερόνυχτα, και να μην ξαναδεί στολή. Με πήρε (πήρε το κεφάλι μου) και με έβαλε σε ένα τσουβάλι. Το βράδυ θα έβγαινε βόλτα στη θάλασσα με το σκάφος του. Θα με βύθιζε στα ανοιχτά, κι αποδώ παν κι άλλοι. Και άγιος ο Θεός. Δεν άργησε το κρανίο μου να βγει από το τσουβάλι, καθώς περιδινιζόταν ατσούμπαλα στον βυθό. Όπου και παραμένει μέχρι σήμερα να αποσυντίθεται, βορά των ψαριών και έρμαιο του θαλασσινού νερού. Περιμένοντας κάποιον έκπληκτο δύτη να ανταμώσει με τη νεκροκεφαλή μου, και να μην ξέρει κι αυτός τι να την κάνει.
Γιάννης Γ. Σημαντήρας


Θεσσαλονίκη, Κυριακή 5 και Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια: