Τρίτη 20 Μαΐου 2008

short story

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΙΧΑ ΔΕΙ ΠΧΙΟ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΗ! Έδειχνε πΧιο χαρούμενη από οποτεδήποτε! Χαιρόμουν με την ευτυχία της σ’ αυτό το πενθήμερο ταξίδι μας στη Φλωρεντία. Και την αγαπούσα. Την αγαπούσα πΧιο έντονα από ποτέ. Μέσα μου, βασίλευε η ακλόνητη βεβαιότητα ότι δεν θα έβρισκα σύζυγο σαν κι αυτή. Να με προσέχει. Να νοιάζεται. Να μ’ αγαπάει. Να μου παραστέκεται. Και να με χειρίζεται τόσο μαστόρικα στο κρεβάτι. Ίσως θα έπρεπε να το βάλω πρώτο αυτό, σε σημασία. Αν και αμφιβάλλω αν υπάρχει κάτι που να έχει σημασία στη ζωή…
Ήταν ένα από τα δεκάδες ταξίδΓια με τη γυναίκα μου στη Φλωρεντία. Το πρώτο, χωρίς τα παιδΓιά μας. Που μεγάλωσαν. Είκοσι το ένα, εικοσιδύο χρονών το μεγαλύτερο. ΔΓυο κόρες. Και δεν μας ακολούθησαν στη Φλωρεντία, για πρώτη φορά. Αυτονομήθηκαν, δίνοντας και σε μας την ευκαιρία να απολαύσουμε την δική μας αυτονομία.
«Μα, καλά», της έλεγα, δήθεν ότι εγώ είχα βαρεθεί τις βόλτες στην πόλη, «δεν χόρτασες να γυρνάς γύρω-γύρω από τη Santa Maria del Fiore;». Μου ’στελνε το πΧιο ακριβό χαμόγελο του κόζμου, και μου χάιδευε το πρόσωπο, μητρικά κι ερωτικά. Κι όταν συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είχαμε βαδίσει στις όχθες τού Άρνο, χέρι-χέρι, το κάναμε κι αυτό, μην εγγραφεί στη λίστα με τ’ απωθημένα και τα ‘must-do’. Mακρύς, ατέλειωτος περίπατος κατά μήκος τού ποταμού. Αμίλητοι και χέρι-χέρι για ώρες. Στις κλεφτές ματΧιές που της έριχνα, μου φαινόταν ότι έλαμπε από ομορφΧιά. Κι ήταν ολόκληρη ένα χαμόγελο.
Μόνο που δεν ψώνιζε αυτήν τη φορά. «Πάρε κάτι», της έλεγα. «Πάμε για shopping σε κανα εμπορικό κέντρο!» «Όχι, μωρέ», μου απαντούσε, «ξέρω λίγο-πολύ τι έχουν, και από ρούχα και από καλλυντικά, σχεδόν τα έχω αγοράσει όλα». Αυτό με παραξένεψε, γιατί πάντα ξημεροβραδΓιαζόμασταν στα εμπορικά τής Φλωρεντίας, αλλά δεν έδωσα σημασία, γιατί ζούσα στιγμές ιδανικής ευτυχίας. Να τη πάλη η σημασία. Έχει σημασία η ευτυχία; ΚάπΧοια στιγμή, σταμάτησε σε ένα φαρμακείο, να πάρει λέει, ασπιρίνες, για έναν ξαφνικό πονοκέφαλο. Αλλά, και πάλι, δεν έδωσα σημασία.
Εννιά το βράδυ, στο ξενοδοχείο. Το επόμενο πρωί στις έντεκα, έχουμε αναχώρηση για Ελλάδα. Τα έχει ετοιμάσει ήδη όλα στην εντέλεια, όπως πάντα. Θα πάρει το μπάνιο της στην μπανιέρα τού δωματίου μας. Όπως πάντα. Αυτό σημαίνει ότι θα μουλιάσει. Νόμιζα ότι άλλος άνθρωπος δεν βρίσκεται τόσο ερωτευμένος με το νερό όσο εγώ, αλλά η γυναίκα μου έκανε πάντα σαν νερομανής, ξεχνιόταν μες στην μπανιέρα, κολυμπούσε φανατικά, έπινε λίτρα ύδατος. Την παραδεχόμουν και για αυτό.
. . .
Μα τι κάνει; Πάει για ρεκόρ; Έχει μιάμιση ώρα μέσα. Μπαίνω να της κάνω έκπληξη. Έκπληξη μου έκανε αυτή. Γεμάτη νερό η μπανιέρα. Αλλά αυτή στο πάτωμα, με αφρούς στο στόμα. Δίπλα της ένα κουτάκι χάπΧια. ΆδΓειο. ΟλόαδΓειο. Δίπλα της, στο πάτωμα, κι ένα χαρτάκι. Τι στα κομμάτΧια, ρε ΔΓιάολε; ΠΧοιος σκηνοθετεί αυτό το καταραμένο το έργο; ΠΧοιος με έβαλε να παίζω αυτήν τη σκηνή; Δεν ξέρω τι να κάνω. Ίσα που έχει δύναμη να μου δείξει το χαρτάκι, με το χέρι της. ΔΓιαβάζω μες σε δευτερόλεπτα (και όλα με κεφαλαία… μα αφού σιχαινόταν τα κεφαλαία):
ΔΕΝ ΣΕ ΑΓΑΠΗΣΑ ΠΟΤΕ. ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ. ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΠΛΗΓΩΘΟΥΝ. ΑΠΟ ΠΕΡΣΙ, ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΚΑΡΚΙΝΟ Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΑΝΤΡΑΣ ΠΟΥ ΛΑΤΡΕΨΑ. ΒΛΕΠΟΜΑΣΤΑΝ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ. ΑΛΛΟ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΤΟΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΩ. ΜΙΛΗΣΑ ΣΤΙΣ ΚΟΡΕΣ ΜΑΣ ΓΙ’ ΑΥΤΟ. ΞΕΡΟΥΝ. ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ ΜΕ ΟΠΟΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΙ ΑΝ ΚΑΝΩ, ΕΙΠΑΝ. ΞΕΡΟΥΝ ΚΙ ΟΤΙ ΤΙΣ ΑΓΑΠΩ. ΑΛΛΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΝ. ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΝ. Σ’ ΑΓΑΠΑΝ ΚΙ ΕΣΕΝΑ ΠΟΛΥ ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΜΑΣ. ΘΑ ΣΕ ΠΡΟΣΕΞΟΥΝ. ΞΕΡΩ ΚΑΙ ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΘΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΕΞΕΙΣ ΚΙ ΕΣΥ. ΔΕΝ ΣΟΥ ΛΕΩ ‘ΣΥΓΝΩΜΗ’. ΟΥΤΕ ΓΕΙΑ. ΜΟΝΟ ΦΕΥΓΩ.
Μονομιάς, όλη η αγάπη μου γι’ Αυτήν μετατρέπεται σε μίσος. Εκδίκηση είναι αυτό που γυρεύω. Εκδίκηση για τα χαμένα χρόνια μου. Θα την αφήσω να πεθάνει σαν σκυλί τη βρόμα! Ναι, αλλά έτσι θα της κάνω το χατίρι να φύγει μόνη της, με τη δική της θέληση. Αρπάζω τον κόφτη που πάντα κουβαλάω μαζί μου, από συνήθΧειο. Μ’ αυτόν τον κόφτη, έχω κόψει τις ετικέτες των ρούχων που αγοράζαμε από τη Φλωρεντία σε όλα μας τα ταξίδΓια. Με τρεις μελετημένες κινήσεις, της κόβω την καρωτίδα! Το μόνο που θυμάμαι είναι πίδακες αίματος. Δεν πειράζει· είμαι καλός στο σφουγγάριζμα. Κι εξάλλου, η μπανιέρα είναι κιόλας γεμάτη νερό για να ξεπλυθώ. Παίρνω με την ησυχία μου το μπάνιο μου μες στην μπανιέρα, με τα πΧιο μοσχοβολιστά φλωρεντίνικα αφρόλουτρα, δίπλα στο άψυχο κορμί της, που απαξιώ και να κοιτάξω. Πλήρης ηρεμία με δΓιακατέχει.
Bγαίνω γαλήνιος και μακάριος από το δωμάτιο. Ρωτώ τη ρεσεψΧιονίστα, γνωστή από καιρό, την έχω μπουρμπουαρΓιάσει δεκάδες φορές: “When’s the next flight for Paris, Martina?”. “For Paris? Lemme check on my computer, sir… Well, it’s in about one an half hour from now. And there are tickets available, for the moment”. Λαμπρά. Το αεροδρόμιο απέχει μόλις δέκα λεπτά από το ξενοδοχείο. “Call me a taxi, Martina. And book me a ticket for Paris. Oh, and please, don’t disturb my wife. She’s got to wake early next morning”.


Γιάννης Γεωρ. Σημαντήρας

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Θέλω να μάθω και τη συνέχεια. Τη δεύτερη και την τρίτη μέρα μετά το φόνο. Δε μπορεί να συνέχισε να διακατέχεται από πλήρη ηρεμία. Τί έγινε μετά? Ε? Ε? Ε? Λένε ότι ο δολοφόνος πάντα γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος....

Ααχ, πάντως αυτό είναι ραδιόφΟνο. Με όλη τη σημασία της λέξης.

elafini είπε...

Ωραία ανατροπή...το μόνο που με ξένισε ήταν η στάση των θυγατέρων..χμμμ

(μουσική υπόκρουση;)

elafini είπε...

(τη στιγμή που κάνει μπάνιο)

Ντη είπε...

Ένα σας λέω:η Μαρτίνα τα φταίει όλα!!!!

Συγχαρητήργια Γιάννη σε σέ αλλά και στην Σαντα Μαρία del Vasiliadou.