Για ένα δΓιάστημα μόνο, τις είχα περΓιορίσει, επειδή δεν έβρισκα πουθενά ντομάτες με γεύση ντομάτας. Άνοστες ντομάτες, σαν να ήταν φτΧιαγμένες από κόκκινο μαλακό πλαστικό είχαν κατακλύσει όλη την αγορά. Απογοητευμένος, το είχα ρίξει τότε στουζ ντοματοπελτέδες. Αγόραζα αρκετούς πολτούς ντομάτας, και τους τσάκιζα αλύπητα με ελαιόλαδο και με βαλσάμικο ξύδι. Και ψωμοτύρι.
Αλλά τα πράγματα γύρισαν -να πω «σαν από θαύμα;»- και επανεμφανίστηκαν ντομάτες ντοματένιες. Ντομάτες με ντοματένια ουσία. Ντομάτες τσαμπί. Όχι ότι όλες οι ντομάτες τσαμπί ήταν του γούστου μου. Αλλά μια ποικιλία από ντομάτες τσαμπί, που τις ξεχώριζα από το δΓιακριτικό αυτοκολλητάκι τους -όπως τους βαθμοφόρους στρατΧιωτικούς από τα αστέρΓια στη στολή- αποδείχτηκε πολύ τεφαρίκι! Ζουμερή. Μυρουδάτη. Αφράτη. Με άρωμα και γεύση ντομάτας. Και χωρίζ να είναι σκληρόφλουδη, οπότε δεν απαιτούσε και να τις πολυμασάω.
Δεν τις είχαν όλοι αυτές τιζ ντομάτες. Τις είχε μόνο ο Μασούτης, ο Α-Β Βασιλόπουλος και ο Βερόπουλος. Και πάλι, όχι όλα τα καταστήματα αυτών των αλυσίδων σουπερμάρκετ. Κι ένα μανάβικο στην Ολύμπου, που, όμως, δΓιαπίστωσα γρήγορα ότι, παρόλο που τις στόκαρε σταθερά και επαρκώς, τις είχε σε διπλάσΧια τιμή από τους υπόλοιπους, σχεδόν τρία ευρώ το κιλό. Κι έτσι, το είχα μόνο για ώρα ανάγκης. Για να μην ξεμένω από ντομάτες. Γιατί το ψυγείο μου είχε πάντα τρία-τέσσερα τσαμπΓιά ντομάτες, από την ποικιλία, ας την πούμε, Ζολί.
Στον Μασούτη ήταν που τον πρωτοείδα. Δούλευε στα οπωρολαχανικά. Βαρύς τύπος. Όταν έλεγε «παρακαλώ» στο «ευχαριστώ» σου, αφού είχε ζυγίσει τιζ Ζολί, το έλεγε μέσα από τα δόντΓια του. Πραχτικά, δεν ακουγόταν. ΚαμπούρΓιαζε, έγερνε προς τα μπροστά. Ψηλός, ξερακιανός, κοντό και λιγοστό μαλλί, που είχε αρχίσει να ασπρίζει, άσπρο πάντα και το πουκάμισο, και μπλουτζίν στάνταρ και γκαραντί. Σε εξυπηρετούσε παντα στα πεταχτά, σαν για να ξεμπερδεύει από την υποχρέωση, και έσπευδε να απομακρυνθεί από τα φρουτολαχανικά, σαν να τα είχε σιχαθεί. (Να έτρωγε άραγε ντομάτες αυτός ο υπάλληλος του Μασούτη τής Αγίου Δημητρίου;) Το ξέρω, μπορεί να είναι έτσι με όλους, αλλά δεν αποκλείω να έχει προσωπικά με μένα… μπορεί να έχει ακούσει την εκπομπή μου στο ράδΓιο, και να με αντιπάθησε από αυτήν, και να μου φέρεται έτσι, για να δείξει την απέχθειά του προς το πρόσωπό μου… ούτε ματΧιά δεν μου ρίχνει. Με ενοχλεί η συμπεριφορά του, και τον αποφεύγω. Έμαθα κι εγώ τον κωδικό τήζ ντομάτας Ζολί στον συγκεκριμένο Μασούτη, 003 είναι ο κωδικός, και όποτε έχει βάρδΓια, τον πληκτρολογώ μόνοζ μου στη ζυγαρΓιά την ηλεκτρονική, και ξενοιάζω.
ΚάπΧοια περίοδο, το πρόγραμμά μου είχε αλλάξει, με αποτέλεζμα να περνάω από τον Μασούτη αργά το απόγεμα, και δεν έβρισκα ούτε ντομάτεζ Ζολί ούτε τον κοκαλιάρη, εκνευριστικό υπάλληλο. Δεν είχε ντομάτες το μαγαζί. Δεν είχε βάρδΓια ο Ηλίας. Ας τον ονομάσουμε Ηλία, για να του δώσουμε ένα όνομα -κατά απόλυτη σύμβαση-, γιατί μέσα μου τον έλεγα κάπως υβριστικά. Ήταν τότε που αναγκάστηκα να ψωνίζω από τον Βασιλόπουλο της Τούμπας. Ένα απόγεμα, είμαι εκεί, Βασιλόπουλο Τούμπας, και ετοιμάζομαι να ζυγίσω τιζ ντομάτες τσαμπί Ζολί. Τις απιθώνω στη ζυγαρΓιά, και αμέσως με πΧιάνει τρεμούλα, καθώς αισθάνομαι την αύρα τού Ηλία να με περικυκλώνει. Φτηνό άρωμα, σαν Αξ, ανακατεμένο με εαρκοντισΧιονίλα… Προσπάθησα να μην δείξω την ταραχή μου. Τον ευχαρίστησα. Πάλι το ίδΓιο τροπάρι. Ένα ξεψυχιζμένο «να ’στε καλά», που το είπε με το ζόρι, σαν να είχαν ασελγήσει πάνω του ελέφαντες και ταύροι. Α, δεν θα με τρελάνει εμένα αυτό το καθίκι ο Ηλίας! Δεν θα παίζει με τα νεύρα μου. Μπορεί και να παραείδα βέβαια. Μπορεί και να μην ήταν ο Ηλίας. Όχι, όχι! Ήταν σίγουρα ο Ηλίας. Μόνο αυτός συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μπορώ να τον ξεχωρίσω, όπωζ μπορώ να ξεχωρίσω τιζ ντομάτες Ζολί και τα απόκρυφα τηζ γυναίκας μου.
Κόβω και τον Βασιλόπουλο. Και λέω «θ’ αρχίσω να ψωνίζω από τον Βερόπουλο τηζ γειτονιάζ μου». Εκεί ανακουφίστηκα. Πήγαινα το πρωί, και πάντα έβρισκα Ζολί. Και όχι Ηλία. Κάποτε (πώς στα τσακίδΓια μού έκατσε; πώζ με βόλεψε;), πέρασα από Βερό μεσημεράκι. Πήρα πέντε τσαμπΓιά Ζολί, και πάω να τα ακουμπήσω πάνω στη ζυγαρΓιά αμέριμνος. Έτοιμος να καλαμπουρίσω και με μια πρόσχαρη μεσηλικίνα, που φαινόταν να το λέει η καρδΓιά της με τους άντρες… Την πήγαινα πολύ. Το αίμα άρχισε να χτυπάει με τραντάγματα στις φλέβεζ μου, όταν αντίκρισα την καμπούρα και το λευκό πουκάμισο της ψηλόλιγνης φιγούρας του λεγόμενου Ηλία. Πήρε τιζ ντομάτες, χωρίζ να σηκώσει το βλέμμα του προς τα μένα, τιζ ζύγισε ζβέλτα, αλλά χωρίζ να τις ζουλήξει ή να τις πληγώσει, και με την ίδΓια, γνώριμη, επιδέξια κίνησή του τις έβαλε, ρουτινιάρικα, στη χαρτοσακούλα, και μου τις έτεινε με ένα ξέπνοο: «ορίστε». Ευχαρίστηκα και γκάζωσα να την κάνω, αποφεύγοντας τα κρύα, βλοσυρά και μηδενικών ντεσιμπέλ «να ’στε καλά» του.
Κομμένος κι ο Βερόπουλος, Ηλία. Παζ να με στείλεις στο τρελάδικο, ρε παίχτουλα; Και θα σου κάνω το χατίρι; Θα σε αφήσω να με λωλάνεις; Όχι, δικέ μου. Δεν θα σου περάσει. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνεις και με ακολουθείς κατά πόδας. Με παρακολουθείς, ρε; Και πώς σε προζλαμβάνει κάθε φορά και άλλος Όμιλος Σουπερμάρκετ; Ή μήπως είναι κι οι σουπερμαρκετατζήδες στο κόλπο; Μήπως με κυνηγάν τα συμφέροντα; Μήπως είσαι πΧιόνι τού κεφαλαίου; Όργανο της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών; Τι δΓιάλο συμβαίνει, Ηλία; Τι δΓιάλο ΜΟΥ συμβαίνει, Ηλία;
Δεν μου έμειναν και πολλές επιλογές. Μία μονάχα. Όλοι οι δρόμοι βγάζουν στο μανάβικο στην Ολύμπου. Το είχε παλιά ένας καλόγνωμος γεράκος με τα δΓυο αγόρΓια του. Είχε χάσει τη γυναίκα του, και όλο την θρηνούσε στα κρυφά. Αλλά ήταν κιμπάρης. Και συνεννοήσιμος. Τώρα, το πήραν δύο άλλα αδέρφΧια ΠΑΟΚτσήδες, που όλο ακούν αθλητικά ραδΓιόφωνα για την ομάδα τους, και όλο αντιδικούν φωνακλάδικα με τους πελάτες για την ΠΑΟΚάρα. Δυσφορία με πΧιάνει κι εκεί. Η παοκτσίδικη κουλτούρα δεν είναι ακριβώς η προτίμησή μου. Αλλά η μάνα τους είναι ευγενική και χαμογελαστή. Πού και πού, μου κάνει κι έκπτωση. Μου «κόβει» τρία λεπτά τού ευρώ. Κάποτε, όταν ήπια της παραπονέθηκα για την τιμή των Ζολί, σε μια χειρονομία αβερτοσύνης και γενναιοδωρίας, μου έκοψε πέντε ολόκληρα λεπτά από τον λογαρΓιαζμό. Μη συζητάς. Θα φαλιρίσει ολόκληρος ο ΠΑΟΚ. Ας είναι. Ψιλοβολεύτηκα με την οικογένεια ΠΑΟΚ. Τρία ευρώ το κιλό οι ντομάτες; Τρία ευρώ. Τι να κάνουμε; Από το να βλέπω τα μούτρα τού Ηλία, χίλιες φορές να πληρώνω κάτι παραπάνω.
Χτες, πέρασα από το μανάβικο στην Ολύμπου να πάρω τη δόση μου. Από ντοματίνη και από ΠΑΟΚ. Κόζμος μαζεμένος απόξω. Τι έγινε, ρε παιδΓιά; «Μην τα ρωτάς, αγόρι μου!» μου λέει έντρομη μια καλοκάγαθη, μαυροφορεμένη γιαγιούλα. «Τουζ δολοφόνησαν όλους τους, παιδί μου… όλη την οικογένεια. Τουζ μπούκωσαν και τους έπνιξαν με ντομάτες…»
Ξεροκαταπίνω και στρίβω. Κάτι δεν μου πάει καλά στην όλη ιστορία.
Ένα μήνα αργότερα, περνάω από το σημείο. Το μανάβικο έχει ξανανοίξει! ‘Το Μποστάνι’. Έτσι το λέγανε παλιά. Χωρίζ να το θέλω, το βλέμμα μου καρφώνεται πρώτα σε ένα λευκό πουκάμισο που απομακρύνεται στο εσωτερικό τού μαγαζΓιού, κι ύστερα στην ταμπέλα του, στη νέα ταμπέλα του:
‘Οπωροπωλείον ο Ηλίας’.
Γιάννης Γεωρ. Σημαντήρας
στη φωτό (μου): ένα πουκάμισο (όχι τού Ηλία Ντομάτα) // εσκεμμένη η χρονική ανακολουθία στις τελευταίες δύο παραγράφους, για να αποδοθεί η συγκεχυμένη έννοια του χρόνου, από την οποία πάσχει ο αφηγητής
2 σχόλια:
Τελικά βρήκα τον τίτλο της ταινίας την οποία μου θύμισε ο Ηλίας ο Ντομάτας!
Λεγόταν
"THE LAST SUPPER", (πατήστε εδώ για να τη δείτε, αλλά προσέξτε και το λιγκ που ανακάλυψα, χαχαχα)
Ωραία ταινία, ευκαιρία να την ξαναδώ...
Αξ ανακατεμένο με ερκοντισιονίλα ....ιχχχχ...μπλιάχ.....α ρε Λιάκο..
Υα,καλύτερα που δεν σε πλησίαζε και πολύ..μακριά και αρωματιζμένοι χαχα!
υγ.Α ρε Χα Ξου με τα λινξ σου:-)
Δημοσίευση σχολίου