Τώρα, τι από τα δύο υπερισχύει; Το «μουσικόφιλος» ή το «νεκροθάφτης»; Κοιτάξτε, νεκροθάφτης δεν θα γινόταν, αν δεν ήταν νεκροθάφτης ο μπαμπάς του, που κι ο μπαμπάς του γι’ αυτό γίνηκε νεκροθάφτης, επειδή ο δικός του o μπαμπάς, ο παππούς τού Γιώργου, νεκροθάφτης ήτανε. Αλλά από κάπου έπρεπε να βγάλει τα προς το ζην. Ακόμα κι από τον θάνατο των άλλων; Ακόμα κι από τον θάνατο των άλλων. Απαιτήσεις δεν είχε πολλές. Του αρκούσε να τρώει (λιτοδίαιτα) και να αγοράζει δίσκους (κυρίως μέσω Ίντερνετ, με πιστωτικές). Τις αγορές ρούχων τις είχε περΓιορίσει δραματικά· είχε μάθει στα μαύρα, λόγω δουλειάς. Τα κορακί είχαν γίνει δεύτερη πέτσα του.
Ο νεκροθάφτηζ μας, o μουσικόφιλος νεκροθάφτηζ μας, έχει πατήσει τα 45. Οι κυρίες, οι έχουσες γνώση κυρίες λένε είναι ότι αυτή είναι μια ιδανική ηλικία για έναν άντρα. Και οι άντρες το ίδΓιο λένε. Μέσα τους, ωστόσο, αρχίζουν και τρομάζουν, καθώς αγναντεύουν το φινάλε, από όλο και πΧιο κοντινή απόσταση. Πόσο μάλλον ένας νεκροθάφτης, που έχει δει, ζήσει, πολλά φινάλε ζωών.
Σε χρόνο ρεκόρ, Αύγουστος ήταν και λείπαν όλοι, έφτασε στην Παπάφη, στην οικία τής σχωρεμένης. Κι αυτός που δεν είχε πΧιο μεγάλη ρουτίνα από το να βλέπει πεθαμένους, κοντοστάθηκε έκπληκτος μπροστά στο νεκροκρέβατο. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο άντρας τήζ νεκρής. «Τίποτα… τα θερμά συλλυπητήριά μου» αποκρίθηκε ο Γιω βΓιαστικά. Τον άντρα τήζ μακαρίτισσας πρώτη φορά τον έβλεπε. Αλλά ήξερε τον προηγούμενο άντρα της, γιατί προφανώς η αποδημήσασα είχε δευτεροπαντρευτεί. Τουλάχιστον αυτήν την εικασία έκανε ο Γιώργος, καθώς την έντυνε, ό,τι είχε απομείνει από δαύτηνε... τα πόδΓια της, αυτά που άλλοτε άνοιγε για χάρη του, ήταν στραπατσαριζμένα από το δυστύχημα. Ο Γιώργος και η τερματίσασα είχαν σφοδρή και θυελλώδη ερωτική περιπέτεια δέκα χρόνια πριν. Ληγμένη άδοξα. Κανείς από τουζ δΓυο τους δεν ανέλαβε να πει το τελικό «αντίο» στον άλλον, μα ο χωριζμός ήρθε. Πικρός, στυφός, γεμάτος πόνο, πληγωμένα εγώ, φριχτούς καβγάδες κι ανείπωτες συγκρούσεις και τρικυμία στα μυαλά τους. Οργή και δΓιάθεση για εκδίκηση είχαν κατακυριέψει τον νου τού θάφτη μας. Και θάφτη ‘της’. Ονειρευόταν τη μέρα, που γονατιστή θα τον ικέτευε να ξαναζμίξουν. Τι θα της έλεγε τότε; Δεν ήξερε. Δεν είχε ιδέα.
Νέα της είχε να μάθει ουσΧιαστικά από τότε. Από δέκα χρόνια πριν. Μια φορά μόνο την είχε δει (κι αυτήν από μακριά) σε μια συναυλία τού Αγγελάκα στη Μονή Λαζαριστών, πέντε χρόνια πριν. Συνοδευόμενη από τον άντρα της, τον τότε άντρα της.
Επαγγελματιζμός, συνέπεια, αξΧιοπιστία: το τρίπτυχο του Γραφείου Τελετών ‘η Γαλήνη’, με το οποίο και δΓιαφημιζόταν διακριτικά στις εφημερίδες. Τελευταία και στο Γουέμπ. Με θαυμαστή επαγγελματικότητα και με κρύο αίμα, την έντυσε, αποφεύγοντας περιττές κινήσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν χάδΓια και τρυφερότητες. Και, όχι, δεν ήταν δάκρυ αυτό που πήγε να κυλήσει από το μάτι. Η μύτη του έτρεξε και έσπευσε να ρουφήξει μια μυξούλα προς τα μέσα.
Στην εκκλησία, η τελετή ήταν σύντομη και λιτή. Απέφυγε τα βλέμματα των κοινών γνωστών, αν και η επίμονη, βουρκωμένη, ματΧιά μιας φίλης τους τον τόξευε κατάματα συνεχώς. Τι θέλει τώρα κι αυτή; Αφού είχαν τελειώσει όλα προπολλού. Πριν πεθάνει η Άλλη, ήταν ήδη νεκρή για τον Γιώργο. Μα όσο και να προσπάθησε να συγκρατήσει τη σκέψη του, δεν τα κατάφερε, κι αυτή άρχισε να του φτερουγίζει στα παλιά. Στιζ νύχτες που έμενε ξάγρυπνος, κλαμένος, κοιτώντας το ταβάνι. Στα πρωινά του, που άρχιζαν με ένα μπουκάλι κρασί, λίγο πριν χωρίσουν. Στα χαμόγελά της. Στους οργαζμούς της μαζί του.
«Αιωνία η μνήμη» φαλτσάρει έναζ βραχνός παπάς. Σε λίγο, το απόσπαζμα, η κουστωδία, παίρνει τον δρόμο προς το μνήμα. Και όλα ακολουθούν το τυπικό. Διστάζει ο Γιώργος να ρίξει την πρώτη δική του φτΧυαρΓιά, αλλά πετρώνει την καρδΓιά του, και το κάνει. Επαγγελματιζμός. Συνέπεια. ΑξΧιοπιστία. Είπαμε.
ΒράδΓιασε και φύγαν όλοι από τα νεκροταφεία. Μόνος έναζ Γιώργος κάθεται σκυφτός και βουβός πάνω από το μνήμα. Σαν παγωμένος μες στο καλοκαιρινό σούρουπο. Σκέψεις-βολίδες δΓιατρέχουν το κεφάλι του και το πυρπολούν. Μία σκέψη: να ξεσκάψει το χώμα, και να την αγκαλιάσει, να την χορτάσει. Σκέψη δύο: να την αρπάξει από το κιβούρι, και να την ταριχεύσει. Έτσι, θα την έχει για πάντα δική του. Θα βρει κάπΧοια μυστική κρύπτη να την βάλει. Σκέψη τρίτη και φαρμακερή: να φτύσει με σιχαμάρα πάνω από τον τάφο της, να κατουρήσει με μανία το μνήμα της, όπως αυτή τον πότισε φαρμάκια και πόνο.
Γιάννης Γεωρ. Σημαντήρας
1 σχόλιο:
..Τί κακό έχει η φράση "όπερ και εγένετο"?Ίσα ίσα που εάν την κοτσάρετε σιγουρευόμαστε ότι ο ήρωας πήρε την μικρή εκδίκησή του και μάλιστα το από laugh σε.
Είχες βαρύ πρόγραμμα Υα,εξού και το βαρύ κλίμα στην ιστορία σου..
Δημοσίευση σχολίου