Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

ΣΙΣΣΥ

ΣΙΣΣΥ, ΤΡΕΛΑ ΜΟΥ!
Σίσσυ, πάθοζ μου ανεξέλεγχτο και φλογερό και άζβηστο.
Με σένα, κοριτσάρα μου, κάνω σαν μην έχω δει γυναίκα πρωτύτερα. Γιατί τιζ ζβήνεις όλες, ό λ ε ς όσες είχα! Τιζ δΓιαγράφεις. Αχόρταγα θέλω να σε γεύομαι, κουκλίτσα μου. Με λαιμαργία να σε καταπίνω. Γουλιά-γουλιά. Μια γουλιά Σίσσυ. Κι ύστερα ακόμη μια γουλιά Σίσσυ…

Είμαι θεοπάλαβος για τη Σίσσυ –φαίνεται; Είμαι έτοιμος να βγω σε δΓιαδήλωση στις κεντρικές λεωφόρους. Να κατέβω στουζ δρόμους, με πανό που θα λένε Σίσσυ σημαίνει ζημιά!
Δεν κρατΧιέμαι! Θέλω την έλξη μου για τη Σίσσυ να την φωνάζω, θέλω να την κραυγάζω, θέλω να την δΓιατυμπανίζω, θέλω να την δΓιατρανώνω, θέλω να την εκδηλώνω, θέλω να την εκφράζω.
Και σπεύδω να ξεκαθαρίσω: ούτε η Σίσσυ ούτε εγώ πιστεύουμε σε συναισθήματα και σε συναισθηματιζμούς. Άρα, όταν κάνω κουβέντα για «ορμή», ο νουζ μας να πηγαίνει στης σάρκας τις απάλευτες χαρές. Μου βγαίνει κι ένας ασούμε ποιητιζμός, αλλά άσ’ τονα να βγαίνει. Της αξίζει τής Σίσσυς. Της αξίζει να γραφτούν χίλια ποιήματα για την πάρτη της. Να αναστηθεί ο ΜιχαηλΆγγελος να ζμιλέψει το άγαλμά της.

Α, τώρα είπα τη λέξη-κλειδί. «Άγαλμα». Η Σίσσυ είναι άγαλμα, άγαλμα ζωντανό. Που ανασαίνει και ζει. Τα πόδΓια της… Τα πόδΓια της είναι εκείνα που με υποδούλωσαν. Με το που την πρωτοείδα με μίνι-φόρεμα, σε μια Τράπεζα (Αγροτική, αν ενδΓιαφέρεστε…), έχασα τη λαλιά μου. Πάει. Αφωνία τελεία. Λεπτά πόδΓια, όπως ακριβώς μ’ αρέσουν. Παραγγελία σε έχω κάνει εσένα, κοριτσέλιον; σκέφτηκα, και απέμεινα -στήλη άλατος, λέμε, ρε!... κανονικά- να κοιτάω το λευκό χρώμα κάθε γάμπας. Τη συμμετρία. Τις -θα το ξαναπώ ακούραστα- (κατ’ εμέ) ιδανικές αναλογίες. Λεπτά, λευκά, μικρομεσαία μπουτάκια. Ι’m a sucker for them! Γονατάκια; Κλειδώσεις; Αρθρώσεις; Μμμ, όλα πολύ τού γούστου μου… Και παίρνει να ανεβαίνει η ματΧιά μου προς τα πάνω της! Την αχτινογραφώ. Τι νώτα σκανάρουν οι αμφιβληστροειδείζ μου; Όχι κοκαλιάρικα, όχι φουσκωμένα. Τζιτζί. Νώτα-τζιτζί. Λαιμός μακρύζ για γλείψιμο, μύτη ίσΧια, ισΧιότατη (η αδυναμία μου), μαλλιά περιποιημένα, μαζεμένα (μα ξέρει τι μ’ αρέσει η βρόμα;), χίλια κε-ρα-σέ-νια… χαμόγελο; ζαλιστικό! ΜατΧιά μαχαιρΓιά στην καρδΓιά. Ευτυχώς, δε, φορούσε κλειστά παπούτσΧια (ξέχασα να τονίσω το βασικότερο: απεχθάνομαι μέχρι εμετού τα σαγιοναροειδή). Ευτυχέστερο όλων: δεν φορούσε άρωμα. Πεθαίνω για γυναικάρια που δεν βάζουν κολόνιες. Λιώνω στη μυρουδΓιά τού γυναικείου κορμιού.
Με τα πολλά, με τη Σίσσυ κολλήσαμε. Κοινές ιδεοληψίες μάς ένωσαν. Μας συγκόλλησαν, σαν τα δΓυο κομμάτΧια ενός σπαζμένου βάζου, που ταιρΓιάζουν απόλυτα και εφαρμόζουν μόνο το ένα με το άλλο. Τα έχουμε πει αυτά δεκάδες φορές ο ένας στην άλλη, κι η Σίσσυ σε μένα. Να φανταστείς πόσο συντονιζόμαστε, που την ίδΓια παρομοίωση χρησιμοποιήσαμε. Αυτή με τα κομμάτΧια του σπαζμένου βάζου. Την είπαμε ταυτόχρονα την παρομοίωση. Και λυθήκαμε στα γέλια.

Και στον έρωτα, και στους έρωτέζ μας, γελούσαμε συχνά με τη Σίσσυ. Πολλές φορές, όσο εγώ ήμουν μέσα της, την έπΧιανε το αμαζονίστικό της, κι άρχιζε να με χτυπάει. Δε χαμπάρΓιαζε. Κεφάλι. ΧέρΓια. ΠόδΓια. Κάποτε, φοβήθηκα για τα δόντΓια μου. Αλλά χαλάλι της. Μπρος στη Σίσσυ, τι ’ν’ τα δόντΓια; Κι όταν με κλείδωνε, όσο πΧιο σφιχτά μπορούσε, μες στα λατρεμένα ποδαράκια της, όντας αυτή ανάσκελα κι εγώ αποπάνω… ε, έλεγα μέσα μου: αυτό είναι η ευτυχία και η νίκη τού έρωτα και τήζ ζωής, επί του θανάτου. Έπαιρνα πακέτα ζωής από τη Σίσσυ.

Τελειώναμε τις κτηνώδεις βαρβαρότητες του πόθου, που δεν τις περιγράφω με αναλυτικότερες λεπτομέρειες, γιατί δεν υπάρχει λόγος να ζηλέψουν οι στερημένοι, και χυνόμασταν ο ένας στην αγκαλιά της άλλης, και το ανάποδο. Ώρεζ να μιλάμε για τις ιδεοληψίεζ μας. Τα ρούχα. Τη μουσική. Το δΓιάβαζμα. Για την ακρίβΓεια, εδώ ήταν και μια από τις ελάχιστες δΓιαφορέζ μας. Η Σίσσυ δΓιάβαζε. Εγώ είχα σιχαθεί το δΓιάβαζμα, και το είχα ρίξει στο γράψιμο. Πώς τους δΓιαβάζεις αυτούς τους ατάλαντους τεμπέληδες; της πετούσα, κάθε φορά που μου ερχόταν ενθουσΧιαζμένη με το νέο μυθιστόρημα κάθε μυξονεοΈλληνα συγγραφέα, που εγώ είχα για μπούφο ολκής. Επιβήτορά μου! μου απαντούσε με γέλια, και όλα ξεχνιόντουσαν.

Χτεζ βράδυ, την περίμενα στην είσοδο της πολυκατοικίας της. Κατεβαίνει μια Σίσσυ, λάμπουσα και ακτινοβολούσα, που φοράει το φόρεμα με το οποίο την γνώρισα. Και τα παπούτσια, με τα οποία την γνώρισα. Μας γονάτισες, ρε Σίσσυ! Σίσσυ, δεν παλεύεσαι… Και τα πόδΓια της, σε πρώτο πλάνο. Τα λεπτοκαμωμένα ποδαράκια της, όχι όμως σκελετικά, που πΧοιος τα μαστόρεψε να του χρωστάω δΓια βίου τα συχαρίκια. Εν ολίγοις, πΧιο πλανεύτρα Σίσσυ δεν είχα ξαναδεί.

«Σε θέλω σαν Μαινάδα, απόψε», μού λέει» Ε, καταλαβαίνουμε τι επακολούθησε. Ένα θα πω: έφαγα το ξύλο τής χρονιάζ μου εκείνο το βράδυ. Κι οι διπλανοί μου δεν έκλεισαν μάτι. Τρεις τα χαράματα. Είναι η αγαπημένη μας ώρα. Η Σίσσυ χαμογελάει με το πΧιο αυθόρμητο, ειλικρινές χαμόγελο, που έχω δει να δΓιαγράφεται στο, όχι τέλειο, αλλά όπως ακριβώς το θέλω εγώ, πρόσωπό της. Είπαμε: η Σίσσυ δεν είναι πλαστικά αψεγάδΓιαστη γκόμενα. Είναι η γυναίκα, που θα μπορούσα να έχω παραγγείλει.

Σκύβω και γεμίζω τα γυμνά, γαλακτένια, πόδΓια της εκατοντάδες, εκατοντάδες, μικρά φιλάκια. Το απαιτεί το τελετουργικό. Πάντα έτσι κάνω, λίγο πριν φύγει από το σπίτι μου, μετά τον έρωτα. Την ντύνω. Δεν είμαι εξαρτημένος από αυτήν. Αλλά είναι ζωογόνο για μένα το να την καταναλώνω. Την συνοδεύω στην έξοδο. Τελευταία αγκαλιά. Της φιλάω το χέρι. Το τελετουργικό είναι τελετουργικό. Έχει έρθει η στιγμή, που εκείνη θα μου πει (είναι το άγραφο σενάριό μας έτσι): «Η ζωή μου φωτίζεται από τον έρωτά σου». Πες το, ρε Σίσσυ, να το ακούσω. Έχουν και τα λόγια τη σημασία τους.
Ένα αυτάρεσκο «δεν θα ξαναβρεθούμε, baby, εμείς οι δΓυο, τόσο ήτανε!», βγαλμένο από τα χείλη της, μένει να αντηχεί μες στα αφτΧιά μου, μες στις αρτηρίες τού κρανίου μου, όσο εκείνη απομακρύνεται…

Γιάννης Γεωρ. Σημαντήρας

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Γιατί ρε Σίσσυ? Γιατί?
Νόμιζα πως είσαι δΓιαφορετική από τις άλλες....

Ντη είπε...

..Το οξύμωρο στην υπόθεση,ή ας πούμε το παράλογο της υπόθεσης είναι ότι κανείς δεν θα περίμενε μία τόσο γερή άρνηση,ένα no more,από ένα πλάσμα που ακόμη και το όνομά της(Σίσσυ) ακούγοντας το,ειδικά στα ιταλικά,σε παραπέμπει σε μία συνεχή κατάφαση(si si,ναι ναι).Αρνήθηκε,όχι μόνο τη φύση της αλλά και το ίδιο της το όνομα!

haxou aka joy! είπε...

ΑΟΥΤΣ!

...η τελευταία σφαλιάρα της Σίσσυς - ΑΥΤΗ πρέπει να πόνεσε!

elafini είπε...

H Αγροτική νομίζω πως κρύβει το μυστικό της ιστορίας...είναι προφανές πως μια γυναίκα τόσο αδίστακτη και αιμοσταγής όπως η Σίσσυ (άλλο μελανό σημείο το όνομα), θα εμπιστευόταν μόνο την Αγροτική για τις συναλλαγές της.

(τώρα που χαζεύω το σχόλιο, αναρωτιέμαι αν η τελευταία φράση θα μπορούσε να πουληθεί ως σλόγκαν στην τράπεζα)

amarkos είπε...

Θα μπορούσε να στέκει ως μέρος του σεναρίου των Μαύρων Φεγγαριών του Έρωτα του Bruckner -fuzzy μετάφραση του αγγλικού Bitter Moon και του γαλλικού Lunes de Fiel.

Αυτό το "Bitter" είναι η γεύση που μένει στον αναγνώστη της Σίσσυςςς (το όνομα είναι Ελληνικό, το -ς προφέρεται με έκο).

Έχει όμως και τις επιρροές του από Βαγγέλη Ραπτόπουλο το κομμμάτι (είμαι π.ε.-πεισμένος ότι η Σίσσυ είναι μια Λούλα στο μυαλό, όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια έλεγε η γιαγιά μου και η Σίσσυ τα διαθέτει αν μη τι άλλο).

Αν μη τι άλλο;

ΓειάσουρεΓιάννημεταΩραίαΣου.