Στην αρχή, σε είχα πάρει για ωραίον πουτανέλιον. Για και καλά καυλώτικους πέρσον. Χτες, όμως, σε σούβλισα με τρεις βαθΧιές, παρατηρητικές ματΧιές, και κόντεψα να πεθάνω από το χάχανο, δικιά μου. Πήγαινα στο αποχωρητήρΓιο, και γελούσα φωναχτά: «Ωχού, ένα ούφο, που μας προζγειώθηκε!». Τι είναι αυτό το ούτε μπλούζα-ούτε σακάκι-κάπως αμάνικο καφέ πλεχτό που φορούσες, τσουλίνιον; Η γιαγιά σου το έπλεξε; Αν μη τι άλλο (μιλάω με τις εκφράσεις σου, για να συνεννούμαστε, εγώ τις σιχαίνομαι), η γιαγιά σου κι εσύ έχετε γούστο, «ρε συ». (Μπάη δε γουέη, μας έχεις ρημάξει στο «ρε συ», κόφ’ το να χαρείς, κάνε ένα update στο απόθεμα των εκφράσεών σου). Τι υπέροχο σκατί χρώμα! Μμμ, το χρώμα τήζ δΓιάρροιας. Τι να πει κανείς για το βαμβακερό, κολλητό, μπλουζάκι που φοράς από κάτω; Λαγνεία, δικιά μου. Οι μασχάλες σου ιδρώνουν και το ποτίζουν, «όπως η βροχή το χώμα», χα χα χα… Χώμα θα έχουν πΧιάσει οι μασχάλες σου. Μην τις πλένεις. Νέβερ! Με καρακαυλώνει, και η βρομιά και η μπόχα και κυρίως ο ιδρώτας. Άσε, μεγάλη. Το μαύρο κολάν σου είναι γαμάος. Μη μιλάς καθόλου. Αναδεικνύει τα καπούλια τηζ φοραδίτσαζ μας. Σε δικιολογώ, όμως. Και συμπάσχω: Πώζ να βολέψεις δΓυο μετρόνια; Είναι μοιραίο να …εκπίψεις (έτσι δεν λες;) σε ατσούμπαλες κινήσεις. Οι μπότες σου. Καφέ-σκατί. Σετάκι με το πλεχτό; Γαμώ τις ιδέες. Ασορτί, ε; Καλά, εσύ έχεις φαντασία στο ντύσιμο. Αν ήξερες τουζ Velvet Underground, θα σου τραγουδούσα “shiny, shiny, shiny boots of leather…”, αλλά εσύ βλέπεις S/M, και ο νους σου πάει στο SuperMarket, xa xa xa… Πάντως, «για να είμαι ειλικρινής» (άλλη μια φράση που μας έχεις φλομώσει μ’ αυτήν), τρελαίνομαι να έχω να κατουρήσω μισή μέρα, και να αδΓειάσω όλη μου την κύστη στιζ μποτάρες σου, βρομύλιον! Στο κάτω-κάτω, δεν έχουν ούτε σχεδΓιάκια ούτε λουράκια ούτε κορδονάκια, όπως έχω δει σε άλλες βλαμμένες. Στιζ μπότες είσαι και η πρώτη ασούμ.
Τα μαλλιά σου -τα β(λ)αμμένα- τα σκατί (φουλ τού κοπράνου, μιλάμε) τα πΧιάνεις κότσο (ή Κώτσο;) σαν καμιά ανθυποθεούσα απύθμενης ακαυλίας. Το ημιέντονο κόκκινο κραγιόν στα χείλια σου, φτηνουρΓιά από το Χόντος, ξεθωρΓιάζει σε πέντε λεπτά. Δώσε κανα φράγκο, ρε σπαγκοραμμένο, για την ομορφΧιά σου. Δεν τόλμησα να σε πλησΧιάσω να σε μυρίσω αναλυτικά, γιατί φοβήθηκα ότι θα έχεις ραντιστεί με τίποτε αρώματα από τα τεστεράκια που δίνουν φρη στα καλλυντικάδικα. Δεν σου γράφω άλλα, γιατί βαρΓιέμαι. Μην τα βάψεις, όμως, και μαύρα. Όχι ότι οι άλλες εδώ είναι πΧιο σπουδαίες από σένα. Τουναντίον (αν ξέρεις τι θα πει αυτό).
Η Εφ(.), τσαλακώνει το γράμμα, και το πετά στον κάδο με τα άχρηστα, όπου πριν είχε απορρίψει τα υπολείμματα από τα μακαρόνια, που παράγγειλε από συνοικιακό ντιλιβεράδικο β΄ κατηγορίας. Γιακ. Σηκώνεται να φύγει, αφήνει να τηζ βγει ένα: «άλλος ένας κομπλεξάρας μισογύνης, πήξαμε από δαύτους», και αποχαιρετά την Ευ(.), η οποία από το διπλανό γραφείο κρυφοχαζογελά, μονολογώντας από μέσα της: «στα τσακίδΓια, πριγκιπέσσα τού κώλου… και λίγα σού έγραψα».
Γιάννης Γεωρ. Σημαντήρας
Θεσσαλονίκη, ΚυρΓιακή14ΔΕΚ2008, το έγραψα μία φορά, και κατά λάθος έζβησα το ποστ. Πειζμάτωσα και το ξανάγραψα. Και το ξαναπόσταρα. Επιτυχώς αυτήν τη φορά. Α μα πΧια!
Θα ακολουθήσει σύντομο σημείωμα επί τού κειμένου. Ενδεχομένως κι ένα περαιτέρω σουλούπωμα. Όλα στην ώρα τους.